- οίκημα
- το (ΑΜ οἴκημα) [οικώ]χώρος στεγασμένος ο οποίος χρησιμεύει ως τόπος διαμονής, σπίτι, κατοικία («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῑς οἰκήμασι ναίουσιν», Αισχύλ.)αρχ.1. κατοικημένος τόπος («ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῡ», Πίνδ.)2. δωμάτιο, θάλαμος3. δωμάτιο ύπνου, κοιτώνας («ἐγὼ γάρ σε ἐς τὸ οἴκημα, ἐν τῷ κοιμώμεθα... στήσω», Ηρόδ.)4. αίθουσα φαγητού5. μαγειρείο, καπηλειό6. πορνείο, χαμαιτυπείο7. ναός, ναΐσκος8. δωμάτιο σε ναό9. φυλακή («ἐς οἴκημα μέγα καθεῑρξαν», Θουκ.)10. κλουβί όπου τρέφονται ζώα («ἐν οἰκήμασι ὄρνιθας τρέφει», Ηρόδ.)11. στάβλος αλόγου12. αποθήκη τροφίμων («ὅν ἐξῆχεν ἐκ τῶν οἰκημάτων σῑτον καὶ οἶνον», Δημ.)13. εργαστήριο14. επίπεδο, πάτωμα15. μτφ. «αἰσθητικὸν οἴκημα» — ο άνθρωπος.
Dictionary of Greek. 2013.